- μπενετάδα
- η прощальный обед, прощальное угощение;
αφήνω ( — или κάμνω) μπενετάδες — устраивать прощальный обед, ужин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφήνω ( — или κάμνω) μπενετάδες — устраивать прощальный обед, ужин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπενετάδα — η 1. αποχαιρετιστήριο γεύμα 2. (κατ επέκτ.) αποχαιρετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. benandata «φιλοδώρημα»] … Dictionary of Greek
μπενετάδα — η (λ. ιταλ.), αποχαιρετιστήριο γεύμα, κέρασμα: Πριν φύγω για το στρατό έκανα μπενετάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)